- πανουργίαι
- πανουργίαknaveryfem nom/voc plπανουργίᾱͅ , πανουργίαknaveryfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανουργίᾳ — πανουργίαι , πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφασιστικός — ή, ό 1. τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος 2. (για πράξεις) αυτός που συντελείται μετά από τολμηρή απόφαση 3. κρίσιμος, μεγάλης σημασίας («αποφασιστική μάχη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποφασίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1683 στο ανώνυμο έργο Πανουργίαι… … Dictionary of Greek
μπερτοδουλισμός — ο πονηρό τέχνασμα, πονηριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μπερτόδουλος / Μπερτόλδος, κύριο πρόσωπο τής σάτιρας Πανουργίαι υψηλόταται Μπερτόλδου τού Ιταλού Τζούλιου Τσέζαρε ντέλα Κρότσε + ισμός*] … Dictionary of Greek